- στείρων
- στεί̱ρων , στεῖροςbarrenmasc/fem/neut gen plστειρόωmake barrenimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)στειρόωmake barrenimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στειρῶν — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem gen pl στεῖρα 2 that has not brought forth young fem gen pl στειρόω make barren pres part act masc voc sg (doric aeolic) στειρόω make barren pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στειρόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσγενεσία — Ανώμαλη ανάπτυξη, που συνήθως παρουσιάζεται στη διάρκεια της εξέλιξης του εμβρύου. * * * η η προέλευση γόνων ή καρπών στείρων από διασταύρωση ορισμένων γενών … Dictionary of Greek
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
στειρολόγημα — το, Ν η αποκοπή τών στείρων βλαστών τού αμπελιού, τών βλασταριών που δεν έχουν σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. κορφο λόγημα] … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek